- παρῃτήσαντο
- упросили
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
παρῃτήσαντο — παραιτέομαι beg of aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηιτήσαντο — παρῃτήσαντο , παραιτέομαι beg of aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)